- ριψοκίνδυνος
- aventureux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… … Dictionary of Greek
ριψοκίνδυνος — η, ο αυτός που αψηφά τους κινδύνους, ο παράτολμος: Στη ζωή του ήταν πάντα ριψοκίνδυνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥιψοκίνδυνος — ῥιψοκίνδῡνος , ῥιψοκίνδυνος fool hardy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
περικινδυνευτικός — ή, όν, Α ριψοκίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κινδυνευτικός «ριψοκίνδυνος»] … Dictionary of Greek
ριψοκινδυνεύω — Ν [ριψοκίνδυνος] 1. είμαι ριψοκίνδυνος, εκτίθεμαι σε κίνδυνο άφοβα 2. εκθέτω σε κίνδυνο κάτι, διακυβεύω κάτι («ριψοκινδυνεύει τη ζωή του») … Dictionary of Greek
φιλοπαράβολος — ον, Α αυτός που αγαπά τα τολμηρά εγχειρήματα, ριψοκίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παράβολος «παράτολμος, ριψοκίνδυνος»] … Dictionary of Greek
ῥιψοκινδύνως — ῥιψοκινδύ̱νως , ῥιψοκίνδυνος fool hardy adverbial ῥιψοκινδύ̱νως , ῥιψοκίνδυνος fool hardy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψοκίνδυνον — ῥιψοκίνδῡνον , ῥιψοκίνδυνος fool hardy masc/fem acc sg ῥιψοκίνδῡνον , ῥιψοκίνδυνος fool hardy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… … Dictionary of Greek